- καταπώς
- επίρρ. τροπ., έτσι όπως, καθώς: Καταπώς άκουσα, θα γίνει απεργία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καταπώς — επίρρ. έτσι όπως («καταπώς μού τά λες, εσύ έφταιγες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + (ό)πως πώς] … Dictionary of Greek
αθίβολος — και ανθίβολος, ο, και ανθίβολο, το 1. είδος μικρού διχτυού, που ρίχνει ο ψαράς από τη στεριά (στην αρχαιότητα ονομαζόταν αμφίβολος και στα μεταγενέστερα χρόνια αμφιβολή και αμφίβληστρον). Συνών.: πεζόβολος, καβουροσύρτης, γκαγκάβα, δράγα 2. μτφ.… … Dictionary of Greek